βάνδαλος — ο 1. εκείνος που ανήκει στο βανδαλικό έθνος 2. αγροίκος, ακαλαίσθητος, που καταστρέφει έργα τέχνης, βάρβαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. Vandal < λατ. Vandalus < (γερμ.) *Wandaĭ «Βάνδαλος». Οι Βάνδαλοι, γερμανικός… … Dictionary of Greek
αλαζών — ( όνος), ο, η (Α ἀλαζών) ως επίθ. αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, υπερήφανος, υπερόπτης αρχ. ως ουσ. 1. ο περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ κι εκεί 2. αγύρτης, τσαρλατάνος, απατεώνας 3. ως επίθ. αλαζονικός, υπεροπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το … Dictionary of Greek
Ούννοι — Νομαδικός λαός μογγολικής καταγωγής, που στο β’ μισό του 4ου αι. μ.Χ. εγκατέλειψε τις στέπες του σημερινού Τουρκεστάν, εισέβαλε στη νότια Ρωσία, υποτάσσοντας ένα μέρος από τους εκεί εγκατεστημένους Γότθους, τους Οστρογότθους, ενώ παράλληλα… … Dictionary of Greek
βανδαλικός — ή, ό αυτός που ανήκει στους Βανδάλους ή έχει σχέση μ αυτούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Βάνδαλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικό Νεοελληνικής Διαλέκτου τού Βυζαντίου Δ. Σκαρλάτου] … Dictionary of Greek
βανδαλισμός — ο πράξη που αρμόζει σε Βανδάλους ή καταστροφή έργων τέχνης, που οφείλονται σε πολεμικές ενέργειες επιδρομέων αλλά και σε ιδεολογικό ή θρησκευτικό φανατισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. γαλλ. vandalisme < vandale (πρβλ.… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Ολύβριος Ανίκιος — (5ος αι. μ.Χ). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Είχε παντρευτεί την Πλακιδία, κόρη της αυτοκράτειρας Ευδοξίας. Το 465 διακήρυξε αυτός ότι ήταν υποψήφιος στην αυτοκρατορία της Δύσης, αλλά ο αυτοκράτορας της Ανατολής Λέων A’ όρισε τον Ανθέμιο (467). Αμέσως ο… … Dictionary of Greek